φιλήσυχος

φιλήσυχος
-η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποφεύγει τις φιλονικίες, ο ειρηνόφιλος, ο ειρηνικός: Φιλήσυχη ζωή.
2. φιλόνομος, νομοταγής, νομιμόφρονας: Φιλήσυχοι πολίτες.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φιλήσυχος — fond of rest masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήσυχος — η, ο / φιλήσυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποστρέφεται τις έριδες και τις φιλονικίες νεοελλ. (κατ επέκτ.) νομοταγής, νομιμόφρονας («φιλήσυχος πολίτης»). επίρρ... φιλησύχως και φιλήσυχα Ν με φιλήσυχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + …   Dictionary of Greek

  • φιλήσυχον — φιλήσυχος fond of rest masc/fem acc sg φιλήσυχος fond of rest neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλησύχους — φιλήσυχος fond of rest masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλήσυχοι — φιλήσυχος fond of rest masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • мълчьнолюбьць — МЪЛЧЬНОЛЮБЬЦ|Ь (1*), А с. Тот, кто любит молчание: бѣ же почестьникъ и истовыи и многъ бдѣниѥмь и молчьнолюбець зѣло (φιλήσυχος) ГА XIII–XIV, 252а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος …   Dictionary of Greek

  • ανενόχλητος — η, ο (AM ἀνενόχλητος, ον) εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος μσν. νεοελλ. εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος μσν. αμέριμνος, ξέγνοιαστος …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπάκος — κ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το (υποκορ. του άνθρωπος) 1. μικρόσωμος άνθρωπος 2. μικρό ομοίωμα ανθρώπου 3. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, μικροπρεπής, ασήμαντος, δειλός 4. αγαθός, φιλήσυχος άνθρωπος …   Dictionary of Greek

  • αρνάκι — το [αρνί] 1. το μικρό αρνί 2. κρέας αρνίσιο 3. άκακος, φιλήσυχος άνθρωπος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”