φιλήσυχος — fond of rest masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήσυχος — η, ο / φιλήσυχος, ον, ΝΜΑ αυτός που αγαπά την ησυχία, που αποστρέφεται τις έριδες και τις φιλονικίες νεοελλ. (κατ επέκτ.) νομοταγής, νομιμόφρονας («φιλήσυχος πολίτης»). επίρρ... φιλησύχως και φιλήσυχα Ν με φιλήσυχο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + … Dictionary of Greek
φιλήσυχον — φιλήσυχος fond of rest masc/fem acc sg φιλήσυχος fond of rest neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλησύχους — φιλήσυχος fond of rest masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλήσυχοι — φιλήσυχος fond of rest masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мълчьнолюбьць — МЪЛЧЬНОЛЮБЬЦ|Ь (1*), А с. Тот, кто любит молчание: бѣ же почестьникъ и истовыи и многъ бдѣниѥмь и молчьнолюбець зѣло (φιλήσυχος) ГА XIII–XIV, 252а … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ήσυχος — η, ο (AM ἥσυχος, ον) 1. ήρεμος, γαλήνιος, αδιατάρακτος («ήσυχη θάλασσα») 2. αυτός που δεν ταράσσεται από κανέναν εξωτερικό θόρυβο, αυτός στον οποίο επικρατεί ησυχία, αθόρυβος («ήσυχη κάμαρα») 3. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, απερίσπαστος … Dictionary of Greek
ανενόχλητος — η, ο (AM ἀνενόχλητος, ον) εκείνος που δεν τον ενοχλεί κανείς, ο αδιατάρακτος, ο ανεμπόδιστος μσν. νεοελλ. εκείνος που δεν ενοχλεί τους άλλους, ο φιλήσυχος μσν. αμέριμνος, ξέγνοιαστος … Dictionary of Greek
ανθρωπάκος — κ. ανθρωπάκης, ο κ. ανθρωπάκι, το (υποκορ. του άνθρωπος) 1. μικρόσωμος άνθρωπος 2. μικρό ομοίωμα ανθρώπου 3. μτφ. άνθρωπος τιποτένιος, μικροπρεπής, ασήμαντος, δειλός 4. αγαθός, φιλήσυχος άνθρωπος … Dictionary of Greek
αρνάκι — το [αρνί] 1. το μικρό αρνί 2. κρέας αρνίσιο 3. άκακος, φιλήσυχος άνθρωπος … Dictionary of Greek